- υψίνους
- -ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, -ον, Αυψηλόφρωννεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υψίνουνυψίνοια, υψηλοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύ-νους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
υψίνοια — η, Ν υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψίνους. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Θ. Μανούση] … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek